- ελλογιμότης
- (-ητος) η глубокая учёность, широкая образованность, просвещённость, эрудиция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐλλογιμότητα — ἐλλογιμότης capability of reasoning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλογιμότητος — ἐλλογιμότης capability of reasoning fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλογιμότητα — η (Α ἐλλογιμότης) η ιδιότητα τού ελλόγιμου νεοελλ. τίτλος λογίων και επιστημόνων («η ελλογιμότητά του») αρχ. διαλεκτική ικανότητα, ρητορική δύναμη … Dictionary of Greek